- στερεόσαρκος
- στερεόσαρκος, ον,A with hard or firm flesh, Hp.Mul.1.1 ([comp] Comp.), cf. Sor.1.56.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στερεόσαρκος — ον, Α αυτός που έχει σφιχτό κρέας («ὁ ἀνὴρ στερεοσαρκότερος ἐὼν τῆς γυναικός», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό σαρκος] … Dictionary of Greek
στερεοσαρκότερος — στερεόσαρκος with hard masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεόσαρκα — στερεόσαρκος with hard neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)